Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επί τέλους

  • 1 наконец

    наконец
    1. нареч ἐπί τέλους, τέλος πάντων:
    \наконецто он пришел! ἐπί τέλους ήρθε!·
    2. нареч (в заключение) τέλος, τελικά·
    3. вводн. ел.:
    что же, \наконец, это значит? τί σημαίνει ἐπί τέλους αὐτό;

    Русско-новогреческий словарь > наконец

  • 2 наконец

    επίρ. κ. παρνθ. λ.
    1. τελικά, στο τέλος, στα τελευταία.
    2. επιτέλους, τέλος πάντων (για ικανοποίηση, αγανάκτηση, ανυπομονησία κ.τ.τ.) уйти же ты наконец φύγε επι τέλους•

    он догадался наконец επί τέλους το μάντεψε —то я увидел тебя επί τέλους σε είδα.

    Большой русско-греческий словарь > наконец

  • 3 же

    I же Ι частица 1) (усилительная) λοιπόν, επί τέλους я же знаю... μα εγώ το ξέρω когда же? πότε λοιπόν; 2) (означающая тождество ) επίσης тогда же τότε ακριβώς здесь же εδώ, στο ίδιο μέρος там же εκεί πάλι тот же о ίδιος II же II союз αλλά, και, όμως он уезжает, я же остаюсь αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω
    * * *
    I частица
    1) ( усилительная) λοιπόν, επί τέλους

    я же зна́ю... — μα εγώ το ξέρω

    когда́ же? — πότε λοιπόν

    тогда́ же — τότε ακριβώς

    здесь же — εδώ, στο ίδιο μέρος

    тот жеο ίδιος

    II союз
    αλλά, και, όμως

    он уезжа́ет, я же остаю́сь — αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω

    Русско-греческий словарь > же

  • 4 же

    же I
    союз I. (при противоположении) ἀλλα, δμως:
    я уезжаю, товарищ же остается ἐγώ ἀναχωρώ, ἀλλα ὁ σύντροφος μένει· если же вы не хотите ἐάν δμως ἐσείς δεν θέλετε·
    2. (в смысле «ведь») ἀφοῦ, μιά καί:
    почему вы не пришли, он же приглашал вас γιατί δέν ήρθατε, ἀφοῦ αὐτός σας είχε προσκαλέσει.
    же II
    частица
    1. (усилительная) ἐπί τέλους, κιόλας, λοιπόν:
    когда же вы приедете? πότε ἐπί τέλους θά ἐρθετε;-хорошо же ты ему ответил του ἀπάντησες δμως μιά χαρά· говорите же! μιλάτε λοιπόν!· сегодня же σήμερα· сеи́час же τώρα κιόλας, αὐτή τή στιγμή·
    2. (означает тождество):
    тот же ὁ ίδιος· такая же книга ἀκριβώς τό ίδιο βιβλίο· в тот же час τήν ίδια ὠρα· там же ἐκεϊ, στό ίδιο μέρος· здесь же ἐδώ, στό ίδιο μέρος· туда же προς τά ἐκεῖ πάλι· так же ἔτσι (ακριβώς)· тогда же τότε ἀκόμη.

    Русско-новогреческий словарь > же

  • 5 а

    а I
    союз
    1. (при противопоставлении) καί:
    я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;
    2. (после отрицания) ἀλλα:
    я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;
    3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:
    прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;
    4. (при присоединении) καί:
    он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε
    5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:
    он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.
    а II
    частица разг ἔ, τί λές:
    пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.
    а III
    межд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:
    а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους!

    Русско-новогреческий словарь > а

  • 6 век

    век
    м
    1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·
    2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:
    золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·
    3. (жизнь) разг ἡ ζωή:
    весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·
    4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:
    мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος.

    Русско-новогреческий словарь > век

  • 7 дождаться

    дожд||а́ться
    сов
    1. см. дожидаться· он \дождатьсяалея, наконец, письма ἐπί τέλους πήρε γράμμα· жду не дождусь περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    2. (при угрозе, предупреждении) разг:
    он \дождатьсяется того́, что полу́чит замечание θά φτάσει στό σημείο νά τόν κάνουν παρατήρηση.

    Русско-новогреческий словарь > дождаться

  • 8 угомониться

    угомонить||ся
    разг ἡσυχάζω (άμετ.), καλμάρω (άμετ.):
    дети, наконец, угомонились τά παίδιά ἐπί τέλους ἡσύχασαν.

    Русско-новогреческий словарь > угомониться

  • 9 же

    [ζε] μόρ. επί τέλους

    Русско-греческий новый словарь > же

  • 10 же

    [ζε] μόρ επί τέλους

    Русско-эллинский словарь > же

  • 11 конечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. τελικός (που έχει τέλος).
    2. τελευταίος, στερνός•

    -ая остановка τελευταία στάση, τέρμα.

    3. ακραίος, άκρος,ακρινός• ουραίος.
    4. τελειωτικός, οριστικός, τελικός.
    εκφρ.
    - ая цель – τελικός σκοπός•
    в -ом счёте ή в -ом итоге – τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω• στο τέλος της γραφής, επί τέλους.

    Большой русско-греческий словарь > конечный

  • 12 расставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ•

    расставить книги в шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.

    || τοποθετώ• εγκατασταίνω•

    расставить часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα.

    || βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.).
    τποθετώ, καταμερίζω, διαθέτω•

    расставить кадры διαθέτω τα στελέχη.

    2. ανοίγω• διχάζω•

    расставить ноги ανοίγω τα πόδια•

    расставить пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    расставить ножки циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη.

    3. ανοίγω (τις ραφές ενδύματοε)• φαρδύνω.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• μπαίνω στη θέση μου•

    наконец вся мебель –лась επι τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους.

    2. ανοίγω, -ομαι•

    пальцы -лись τα δάχτυλα άνοιξαν.

    3. (για ένδυμα) φαρδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расставить

  • 13 начало

    нача́л||о
    с
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:
    \начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·
    2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:
    организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·
    3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:
    \началоа химии βάσεις τής χημείας·
    4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:
    на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη.

    Русско-новогреческий словарь > начало

См. также в других словарях:

  • δήποτε — (AM δήποτε και δήποτε Α και ιων. τ. δήκοτε και δωρ. τ. δήποκα) αοριστολογικό μόριο που στον λόγο δεν παρουσιάζεται ποτέ αυτοτελές αλλά πάντοτε ως επίθημα στις αναφορικές αντωνυμίες όστις, οίος, οποίος, όσος και στα αναφορικά επιρρ. όπως, όπου,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»